- Τελεσφόρῳ
- Τελεσφόροςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελεσφορώ — τελεσφορῶ, έω, ΝΜΑ [τελεσφόρος] νεοελλ. (για ενέργεια) φέρνω σε αίσιο τέλος, φέρνω αποτέλεσμα, είμαι αποτελεσματικός (α. «οι προσπάθειές του τελεσφόρησαν» β. «το φάρμακο αυτό δεν είναι τελεσφόρο») μσν. αρχ. 1. (για ζώα) κυοφορώ ώς το τέλος,… … Dictionary of Greek
τελεσφορώ — τελεσφορώ, τελεσφόρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τελεσφορώ — τελεσφόρησα, αμτβ., καταλήγω σε αίσιο τέλος, πετυχαίνω: Η θεραπεία δεν τελεσφόρησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελεσφόρῳ — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem/neut dat sg τελεσφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Telesphorvs — TELESPHŎRVS, i, Gr. Τελεσφόρος, ου, ein Gott der Genesung, welcher dem Aeskulapius und der Hygea gemeiniglich zugesellet wird, und der Krankheit vollends ein Ende machet, wie sein Namen anzeiget. Gale ad Phurnut. c. 33. Er wurde von den… … Gründliches mythologisches Lexikon
ατελεσφόρητος — η, ο (AM ἀτελεσφόρητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν τελεσφόρησε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του, ατελέσφορος, μάταιος αρχ. μσν. 1. ο ανώριμος 2. εκείνος του οποίου διακόπηκε η ανάπτυξη ή η ωρίμανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τελεσφορώ < τελεσφόρος… … Dictionary of Greek
καρποφορώ — (AM καρποφορῶ, έω) [καρποφόρος] 1. παράγω καρπό, είμαι καρποφόρος 2. φέρω αποτέλεσμα, τελεσφορώ («καρποφόρησαν τα λόγια μου») μσν. 1. αποκομίζω καρπούς («ἵνα ὁ ἄνθρωπος τὰς ἐντολὰς κυρίου καρποφορῇ») 2. κερδίζω, αποκτώ μσν. αρχ. κάνω προσφορές,… … Dictionary of Greek
καταργώ — (I) (AM καταργῶ, έω) συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα τής φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῡ θεοῡ καταργήσει», ΚΔ) αρχ. 1. δυσχεραίνω μια… … Dictionary of Greek
τελεσφόρημα — ήματος, τό, Α [τελεσφορῶ] πλήρης ανάπτυξη, τέλεια ωρίμαση («τὸ μέγεθος καὶ τὸ τελεσφόρημα τοῡ καρποῡ», Σχόλ. Συνέσ.) … Dictionary of Greek
τελεσφόρηση — η / τελεσφόρησις, ήσεως, ΝΜΑ [τελεσφορῶ] νεοελλ. 1. ευόδωση, επιτυχής έκβαση, επιτυχία 2. αποτελεσματικότητα μσν. αρχ. 1. το να φέρει ή να έχει κάτι τέλειους, ώριμους καρπούς 2. πλήρης ωρίμαση, τέλεια ανάπτυξη … Dictionary of Greek